ολολύζω

ολολύζω
(ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω)
βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω
αρχ.
κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ' ὀλόλυξε
θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα που έχει προέλθει από ονοματοποιία με αναδιπλασιαμό και κατάλ. -ύζω, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. ανάλογης σημ. (πρβλ. βαΰζω, γογγύζω, ιΰζω, κοκκύζω). Ανάλογα παραδείγματα ονοματοποιημένων λ. μαρτυρούνται και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. λατ. ululo «ουρλιάζω, ολολύζω», ulula «κουκουβάγια», αρχ. ινδ. ululi- «αυτός που ουρλιάζει», ulūka- «κουκουβάγια», λιθουαν. ulula (baňgos) «ουρλιάζουν τα κύματα» (βλ. και λ. υλώ). Οι τύποι αυτοί ανάγονται πιθ. σε κοινή ρίζα *ul- «κλαίω, ουρλιάζω». Αν θεωρηθεί ότι το ρ. ὀλολύζω ανάγεται σ' αυτήν τη ρίζα, θα πρέπει να έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική τροπή τού -υ- σε -ο- και αναδιπλασιασμό. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το επιφών. ἐλελεῦ «πολεμική κραυγή, κραυγή πόνου, χαράς», οπότε η διαφορά στον φωνηεντισμό θα πρέπει να οφείλεται σε ετεροίωση. Το ρ. ὀλολύζω έχει ιδιαίτερη τελετουργική αξία, χρησιμοποιείται για θρησκευτικές τελετές προκειμένου να δηλώσει τις κραυγές χαράς και σπανιότερα πόνου ή οδύνης που προέρχονται κυρίως από γυναίκες, ενώ για τους άντρες χρησιμοποιείται το ρ. ἀλαλάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀλολύζω — cry with a loud voice pres subj act 1st sg ὀλολύζω cry with a loud voice pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολύζετε — ὀλολύζω cry with a loud voice pres imperat act 2nd pl ὀλολύζω cry with a loud voice pres ind act 2nd pl ὀλολύζω cry with a loud voice imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολύξει — ὀλολύζω cry with a loud voice aor subj act 3rd sg (epic) ὀλολύζω cry with a loud voice fut ind mid 2nd sg ὀλολύζω cry with a loud voice fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολύξουσι — ὀλολύζω cry with a loud voice aor subj act 3rd pl (epic) ὀλολύζω cry with a loud voice fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀλολύζω cry with a loud voice fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολύξουσιν — ὀλολύζω cry with a loud voice aor subj act 3rd pl (epic) ὀλολύζω cry with a loud voice fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀλολύζω cry with a loud voice fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολύξω — ὀλολύζω cry with a loud voice aor subj act 1st sg ὀλολύζω cry with a loud voice fut ind act 1st sg ὀλολύζω cry with a loud voice aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολυζόντων — ὀλολύζω cry with a loud voice pres part act masc/neut gen pl ὀλολύζω cry with a loud voice pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολυξάντων — ὀλολύζω cry with a loud voice aor part act masc/neut gen pl ὀλολύζω cry with a loud voice aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολύζει — ὀλολύζω cry with a loud voice pres ind mp 2nd sg ὀλολύζω cry with a loud voice pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλολύζον — ὀλολύζω cry with a loud voice pres part act masc voc sg ὀλολύζω cry with a loud voice pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”